πιδεξιωσύνη

πιδεξιωσύνη
η, Ν
1. επιδεξιότητα
2. στον πληθ. οι πιδεξιωσύνες
επιδέξιες πράξεις, τεχνάσματα, τέχνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πιδέξιος + κατάλ. -σύνη (πρβλ. καλο-σύνη)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”